- ψάλλω
- (αόρ. εψαλα, παθ. αόρ. εψάλην) см. ψέλνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψάλλω — pluck pres subj act 1st sg ψάλλω pluck pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλλω — ψάλλω, έψαλα βλ. πίν. 233 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψάλλω — και ψέλνω έψαλα, ψάληκα και ψάλθηκα, ψαλμένος 1. ψέλνω εκκλησιαστικούς ύμνους ή εκκλησιαστικά τροπάρια. 2. εγκωμιάζω, εξυμνώ. 3. φρ., «Του τα ’ψαλα», του μίλησα αυστηρά και επιτιμητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… … Dictionary of Greek
ψάλλον — ψάλλω pluck pres part act masc voc sg ψάλλω pluck pres part act neut nom/voc/acc sg ψάλλω pluck imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ψάλλω pluck imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλῃ — ψάλλω pluck aor subj mp 2nd sg ψάλλω pluck aor subj act 3rd sg ψά̱λῃ , ψάλλω pluck aor subj mid 2nd sg (doric) ψά̱λῃ , ψάλλω pluck aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλλετε — ψάλλω pluck pres imperat act 2nd pl ψάλλω pluck pres ind act 2nd pl ψάλλω pluck imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλλῃ — ψάλλω pluck pres subj mp 2nd sg ψάλλω pluck pres ind mp 2nd sg ψάλλω pluck pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάλω — ψάλλω pluck aor subj act 1st sg ψά̱λω , ψάλλω pluck aor subj act 1st sg (doric) ψά̱λω , ψάλλω pluck aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλεῖ — ψάλλω pluck fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ψάλλω pluck fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλλομένων — ψάλλω pluck pres part mp fem gen pl ψάλλω pluck pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)